ἐπιρρίπτω

ἐπιρρίπτω
ἐπιρρί̱πτω , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres subj act 1st sg
ἐπιρρί̱πτω , ἐπιρριπτέω
throw oneself
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιρριπτώ — ἐπιρριπτῶ, έω (Α) (μόνο στον ενεστ. και πρτ.) [ριπτώ] 1. ρίχνω εναντίον κάποιου («καὶ γὰρ ξύλα μεγάλα ἐπερρίπτουν ἄνωθεν», Ξεν.) 2. ρίχνω κάτι πάνω σε κάποιον («οἱ δὲ πολλοί στεφάνους ἐπιρριπτοῡντες καὶ λημνίσκους», Πολ.) 3. (αμτβ.) (για σκυλιά)… …   Dictionary of Greek

  • επιρρίπτω — επιρρίπτω, επέρριψα βλ. πίν. 11 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επιρρίπτω — (AM ἐπιρρίπτω) [ρίπτω] 1. ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου ή πάνω σε κάποιον (α. «ὅτε μοι πλεῑστοι χαλκήρεα δοῡρα Τρῶες ἐπέρριψαν περὶ Πηλεΐωνι θανόντι», Ομ. Οδ. β. «Βρούτῳ δὲ τήν αὑτοῡ φοινικίδα πολλών χρημάτων ἀξίαν οὖσαν ἐπέρριψε», Πλούτ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • επίρριψη — η (Α ἐπίρριψις) [επιρρίπτω] η πράξη τού επιρρίπτω, το να επιρρίπτει κανείς κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αναθέτω — (Α ἀνατίθημι) 1. αφήνω σε άλλον την εκτέλεση ή τη φροντίδα για κάτι, επιφορτίζω, εμπιστεύομαι 2. προσφέρω κάτι ως ανάθημα, αφιερώνω αρχ. Ι. ενεργ. 1. βάζω επάνω, επιθέτω, επιρρίπτω, επιβάλλω 2. αναφέρω, απονέμω, αποδίδω 3. ιδρύω, ανεγείρω 4. δίνω …   Dictionary of Greek

  • απερείδω — ἀπερείδω (Α) [ερείδω] 1. στηρίζω, προσηλώνω 2. προσηλώνομαι 3. μέσ. ακουμπώ, στηρίζομαι, βασίζομαι, επαναπαύομαι 4. (μέσ. με ενεργ. σημ.) α) στηρίζω, προσηλώνω (το ους, την χείρα, τας ελπίδας) β) κατευθύνω (οργήν είς τινα) γ) επιρρίπτω την… …   Dictionary of Greek

  • βαρύνω — (AM βαρύνω) [βαρύς] τονίζω με βαρεία νεοελλ. φρ. «με βαρύνει κάτι» ή «βαρύνομαι με κάτι» έχω κάτι εις βάρος μου (κατηγορία, αδίκημα, παρατυπία κ.λπ.) μσν. Ι. 1. επιρρίπτω ευθύνη σε κάποιον, κατηγορώ 2. χτυπάω 3. έχω βάρος, είμαι βαρύς II.( ομαι)… …   Dictionary of Greek

  • διαλογίζομαι — και διαλογιέμαι (AM διαλογίζομαι) [λογίζομαι] στοχάζομαι, συλλογίζομαι, σκέπτομαι αρχ. 1. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς μου με κάποιον 2. διακρίνω, αντιδιαστέλλω 3. επιρρίπτω 4. εξετάζω με κριτικό πνεύμα …   Dictionary of Greek

  • εμφορούμαι — ( έομαι) (AM ἐμφοροῡμαι και ἐμφορῶ) μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι) αρχ. μσν. είμαι γεμάτος από κάτι,… …   Dictionary of Greek

  • επίρριμμα — ἐπίρριμμα, τὸ (Α) [επιρρίπτω] 1. αυτό που ρίχνεται πάνω σε κάτι για να τό καλύψει 2. κατάπλασμα 3. το εξωτερικό ένδυμα δούλου (αμφίβολη ερμην. διαφορετική γραφή: ἐπίρραμμα*) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”